- ανιθαγενής
- (-ούς), -έςβλ. άπατρις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… … Dictionary of Greek